- λαγαρότης
- λᾰγᾰρότης, ητος, ἡ,A slackness, Hld.9.15, Anon. ap. Suid. s.v. λαγαρόν.II of a verse, v. foreg. 4, Eust.1464.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγαρότης — slackness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρότητα — λαγαρότης slackness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρότητι — λαγαρότης slackness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρότητος — λαγαρότης slackness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρότητα — η (Α λαγαρότης, ητος) νεοελλ. [λαγαρός] η ιδιότητα τού λαγαρού, το να είναι κάτι καθαρό, διαυγές αρχ. 1. χαλαρότητα, ατονία 2. το να έχει ένας στίχος στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά … Dictionary of Greek